κτίσ'

κτίσ'
κτίσι , κτίσις
founding: fem voc sg
κτίσαι , κτίζω
people: aor imperat mid 2nd sg
κτίσαι , κτίζω
people: aor inf act
κτίσα , κτίζω
people: aor ind act 1st sg (homeric ionic )
κτίσε , κτίζω
people: aor ind act 3rd sg (homeric ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτίσ' — κτίσι , κτίσις founding fem voc sg κτίσαι , κτίζω people aor imperat mid 2nd sg κτίσαι , κτίζω people aor inf act κτίσα , κτίζω people aor ind act 1st sg (homeric ionic) κτίσε , κτίζω people aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσιμο — και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν]) ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο») 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

  • κτιστήριν — κτιστῆριν, τὸ (Μ) κτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτιστήριον < κτιστήρ «ιδρυτής» ή < θ. κτισ (πρβλ. ἔ κησ α, αόρ. τού κτίζω) + κατάλ. τῆριν (πρβλ. μονασ τήριν)] …   Dictionary of Greek

  • κτιστύς — κτιστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. η κτίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ τού κτίζω + κατάλ. τύς (πρβλ. γελασ τύς, κρεμβολιασ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • πριστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. πριόνι 2. πριονιστής («πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + επίθημα τήρ (πρβλ. κτισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • υπεκκαύστρια — ἡ, Α (για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ ις) + κατάλ. τρία (πρβλ. κτίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”